Ένα σημαντικό ποσστό ατόμων κοιμούνται νωρίς το βράδυ και ξυπνούν από τα χαράματα, σύμφωνα με μελέτη Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο.
Μια ‘’ιδιορρυθμία’’ του βιολογικού ρολογιού, οδηγεί κάποιους ανθρώπους για ύπνο στις 8 το βράδυ, επιτρέποντάς τους να ξυπνήσουν από τις 4 το πρωί. Να σημειώσουμε πως πρόκειται για μια κατάσταση πολύ πιο κοινή από ό, τι πιστεύαμε προηγουμένως.
Το αποκαλούμενο Σύνδρομο προχωρημένης φάσης ύπνου – το οποίο μέχρι πρότινος θεωρούνταν πολύ σπάνιο – μπορεί να επηρεάσει τουλάχιστον 1 στους 300 ενήλικες, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό SLEEP στις 6 Αυγούστου 2019.
Το Σύνδρομο προχωρημένης φάσης ύπνου περιγράφει την ιδιομορφία του βιολογικού ρολογιού ορισμένων ανθρώπων, που ξεκινά να λειτουργεί ώρες νωρίτερα από ότι στα περισσότερα άτομα, με πρόωρη απελευθέρωση της μελατονίνης (της ορμόνης ύπνου) και αλλαγή της θερμοκρασίας του σώματος. Η κατάσταση διαφέρει από την πρώιμη αφύπνιση που αναπτύσσεται φυσιολογικά με την γήρανση, καθώς και από το ξύπνημα στις μικρές ώρες που βιώνουν άτομα με κατάθλιψη.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης Louis Ptacek, MD, καθηγητή νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή του UCSF, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να σηκωθούν από το κρεβάτι στις 4 ή 5 το πρωί, οι άνθρωποι με σύνδρομο προχωρημένης φάσης ύπνου, ξυπνούν φυσικά εκείνη την ώρα, ξεκούραστοι και έτοιμοι να ξεκινήσουν την ημέρα τους. Αυτοί οι άνθρωποι λειτουργούν πολύ καλά στη διάρκεια της ημέρας, αλλά μπορεί να έχουν πρόβλημα να παραμείνουν ξύπνιοι σε βραδινές κοινωνικές εκδηλώσεις.
Από νωρίς ξύπνιοι και τα σαββατοκύριακα
Οι άνθρωποι αυτοί ξυπνούν πιο εύκολα από τους άλλους, και είναι ικανοποιημένοι με έναν μέσο χρόνο επιπλέον ύπνου 5 έως 10 λεπτών σε μη εργάσιμες ημέρες, σε σύγκριση με έναν χρόνο 30 έως 38 λεπτών επιπλέον ύπνου που χρειάζονται άλλα μέλη της οικογένειάς τους.
Ο καθηγητής Ptacek και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα και στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν αξιολόγησαν τα δεδομένα ασθενών σε κλινική μελέτης διαταραχών ύπνου για μια περίοδο εννέα ετών. Συνολικά, παρακολούθησαν 2.422 ασθενείς, εκ των οποίων 1.748 παρουσίασαν συμπτώματα αποφρακτικής άπνοιας ύπνου, μια κατάσταση που όπως διαπιστώθηκε δεν σχετιζόταν με τις ώρες ύπνου.
Μεταξύ αυτής της ομάδας, 12 άτομα πληρούσαν τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα μπορούσαν να εμφανίζουν το σύνδρομο. 4 από τα 12 άτομα αρνήθηκαν να εγγραφούν στη μελέτη και τα υπόλοιπα 8 αποτελούσαν το 0,03 % του συνολικού αριθμού των ασθενών – ή 1 στα 300 – με βάση τα οποία προέκυψε η αναλογία.
Φυσικά η αναλογία αυτή δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτική, όπως ανέφεραν οι ερευνητές, αφού εξαιρεί τους τέσσερις ασθενείς που δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στη μελέτη και πιθανόν να πληρούσαν τα κριτήρια, καθώς και εκείνους με σύνδρομο προχωρημένης φάσης ύπνου που δεν χρειάστηκε να επισκεφθούν μια κλινική.
Οι άνθρωποι που κοιμούνται αργά είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίζουν προβλήματα ύπνου
Διαπιστώθηκε γενικά ότι άνθρωποι με σύνδρομο καθυστερημένης φάσης ύπνου – οι οποίοι δεν μπορούν να κοιμηθούν πριν τις 7 το πρωί – είναι πιο πιθανό να επισκεφθούν μια κλινική μελέτης διαταραχών ύπνου. Συνήθως δυσκολεύονται να σηκωθούν για να πάνε στην δουλειά και αντιμετωπίζουν προβλήματα χρόνιας στέρησης ύπνου.
Κριτήριο για το σύνδρομο προχωρημένης φάσης ύπνου, αποτελεί η δυνατότητα του ατόμου να κοιμηθεί πριν από τις 8:30 μ.μ. και να ξυπνήσει πριν από τις 5:30 π.μ., ανεξάρτητα από επαγγελματικές ή κοινωνικές υποχρεώσεις, και έχοντας την δυνατότητα ύπνου μόνο μια φορά ημέρα. Το άτομο θα πρέπει επίσης να έχει αναπτύξει αυτή την συνήθεια μέχρι την ηλικία των 30 ετών, χωρίς να χρησιμοποιεί φώτα, άλλα μέσα ή φαρμακευτικές ουσίες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ποσότητα ή την ποιότητα του ύπνου.
Όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη συνάντησαν τον Christopher R. Jones, MD, πρώην νευρολόγο στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα και συν-συγγραφέα της μελέτης. Οι ασθενείς έδωσαν ένα πλήρες ιατρικό ιστορικό και ρωτήθηκαν για τις συνήθειες ύπνου τους στο παρελθόν και σήμερα, σε εργάσιμες ημέρες και περιόδους διακοπών. Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης τα αρχεία καταγραφής ύπνου και το επίπεδο της μελατονίνης στο σάλιο των συμμετεχόντων, καθώς και την πολυκαταγραφική μελέτη ύπνου που αποδίδει τα επίπεδα οξυγόνου στο αίμα, τον καρδιακό ρυθμό, την αναπνοή κ.α.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι 8 ασθενείς με σύνδρομο προχωρημένης φάσης ύπνου, ισχυρίστηκαν ότι είχαν τουλάχιστον έναν συγγενή πρώτου βαθμού με το ίδιο μοντέλο ύπνου, υποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο πως το συγκεκριμένο σύνδρομο σχετίζεται με κληρονομικούς παράγοντες. Από τους 8 συγγενείς που δοκιμάστηκαν, οι 3 δεν πληρούσαν όλα τα κριτήρια του συνδρόμου και οι ερευνητές υπολόγισαν ότι οι υπόλοιποι 5 αντιπροσωπεύουν το 0,21% του γενικού πληθυσμού.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι το ποσοστό των ατόμων που πάσχουν και έχουν τον οικογενειακό παράγοντα προδιάθεσης μπορεί να αγγίξει μέχρι και το 100%. Ωστόσο, ορισμένοι συμμετέχοντες μπορεί να εμφανίσουν νέες μεταλλάξεις που μπορεί να εντοπιστούν στα παιδιά τους, αλλά όχι σε γονείς ή αδέλφια, ενώ ορισμένοι μπορεί να έχουν μέλη της οικογένειας που δεν παρουσιάζουν αυτή τη μετάλλαξη. 2 από τους υπόλοιπους 5 βρέθηκαν να έχουν γενετικές μεταλλάξεις που έχουν ταυτιστεί με τον οικογενειακό παράγοντα προδιάθεσης. Καταστάσεις που σχετίζονται με αυτά τα γονίδια περιλαμβάνουν την ημικρανία και την εποχιακή συναισθηματική διαταραχή.
Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης όχι μόνο θα αυξήσουν την ευαισθητοποίηση σχετικά με το σύνδρομο, αλλά θα βοηθήσουν στην ταυτοποίηση των συγκερκιμένων γονιδίων, αλλά και ασθενειών που μπορεί να επηρεάζονται από αυτό.